Για την περίοδο 2006-2008.
Το Ταμείο Αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστ(ρι)ών συνεχίζει και φέτος τη σειρά των ατζεντών που επιχειρούν να καταγράψουν κάποιες από τις σημαντικότερες στιγμές του κοινωνικού και ταξικού πολέμου στον ελλαδικό χώρο. Οι τρεις προηγούμενες ατζέντες αυτής της σειράς (2020-2021-2022) κάλυψαν την περίοδο 1974-2005 χωρίζοντάς την όχι σε ομοιόμορφα μέρη, αλλά με τρόπο τέτοιον που, πέραν του να λαμβάνουν υπόψιν τον όγκο του διαθέσιμου αρχειακού υλικού, να εξυπηρετούν στοιχειωδώς μια ανάγκη περιοδολόγησης του ιστορικού χρόνου. Αυτό που διαπιστώσαμε εν όψει της περσινής ατζέντας, ότι δηλαδή «από τη μια η πύκνωση του (πιο κοντινού και σε εμάς και όσον αφορά τα κινηματικά δρώμενα) πολιτικού χρόνου και από την άλλη η πληθώρα του αρχειακού υλικού, λόγω και της ευρείας χρήσης του διαδικτύου, μας οδήγησαν στην επιλογή να χωρίσουμε την περίοδο μετά το 2000 σε πενταετίες», είναι προφανές πως φέτος θα πρέπει, κατά τι, να το αναθεωρήσουμε. Η φετινή ατζέντα θα καλύψει, έτσι, τρία χρόνια (2006-2008).
Δεν είναι μόνο η ραγδαία πύκνωση των πολύμορφων κινηματικών δρώμενων κατά την περίοδο αυτή και το άφθονο διαθέσιμο υλικό που μας οδήγησε στην επιλογή αυτή. Είναι, κυρίως, το γεγονός πως κατά τη χρονιά που κλείνει αυτή την τριετία, το 2008, συνέβησαν πράγματα που καθόρισαν με τόσο θεμελιώδη τρόπο τον κόσμο γύρω μας, αλλά και τον κόσμο εντός του εγχώριου ριζοσπαστικού κινήματος, του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου, που δημιούργησαν μια ιστορική τομή. Σε τέτοιου είδους τομές, θεωρούμε πως κάθε απόπειρα ιστορικής καταγραφής θα ήταν σωστό να στέκεται.
Το βίαιο ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, που δεν προέκυψε βέβαια ξαφνικά, αλλά τοποθετείται χρονικά στο φθινόπωρο του 2008, θα άλλαζε καθοριστικά το μοντέλο του κόσμου που γνωρίζαμε έως τότε.Ο καπιταλισμός, στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες και στη μορφή που βρισκόταν (νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση), βρέθηκε σε κρίση και ο δρόμος για μεγάλες και βίαιες μεταβολές, ανακατατάξεις και αναδιαμόρφωση του μοντέλου κυριαρχίας και ανάπτυξής του είχε ανοίξει. Η διαδικασία αυτή είναι σε εξέλιξη ακόμα και σήμερα. Για την ελληνική κοινωνία αποτέλεσε, επίσης, μια στιγμή που θα γεννούσε -λίγο καιρό μετά, την άνοιξη του 2010- μια σειρά τεκτονικών αλλαγών που ακόμα και σήμερα εκτυλίσσονται. Όμως, το 2008, είναι μια χρονιά ορόσημο και για την εγχώρια επαναστατική παράδοση, για την ιστορία του ανταγωνιστικού κινήματος, της αναρχίας. Ο Δεκέμβρης του 2008, τα γεγονότα που ακολούθησαν την εν ψυχρώ δολοφονία, από αστυνομικό, του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, σφράγισε ανεξίτηλα και καθοριστικά τον κόσμο του αγώνα, τη φυσιογνωμία του αναρχικού χώρου, δημιουργώντας ακόμα μια τομή στην ιστορία του. Θεωρούμε πως σε αυτές τις τομές, της παγκόσμιας ιστορίας από τη μια και της εγχώριας πολιτικής επαναστατικής ιστορίας από την άλλη, αξίζει να σταθούμε, να αναλογιστούμε και να αποτιμήσουμε. Η ετήσια ατζέντα του Ταμείου Αλληλεγγύης, μέσω της καταγραφής των γεγονότων της τριετίας 2006-2008, από τη σκοπιά κυρίως του αντιεξουσιαστικού αγώνα, επιχειρεί και φέτος να συμβάλει, κυρίως ως έναυσμα, στη συλλογική προσπάθεια που απαιτείται για την επεξεργασία και την αποτίμηση τόσο σημαντικών ιστορικών στιγμών.
***
Το 2006 ξεκινάει, για την κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας, με ένα ακόμα «σκάνδαλο». Σε ειδική συνέντευξη τύπου, τρεις υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή παρουσιάζουν τον τρόπο με τον οποίο «κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι» παρακολουθούσαν επί χρόνια τα τηλέφωνα του συνόλου, σχεδόν, της ηγεσίας του κρατικού μηχανισμού. Από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του, μέχρι υψηλόβαθμα στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας και τον επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Η υπόθεση αυτή, η ανάδειξή της και ο τρόπος που το ελληνικό κράτος επέλεξε να τη φέρει εις πέρας είναι ενδεικτικά του πολιτικού περιβάλλοντος της εποχής. Πίσω από το κατασκοπευτικό θρίλερ, που επιχειρήθηκε να σκηνοθετηθεί για να παρουσιάσει την ελληνική κυβέρνηση ως θύμα «αγνώστων επίβουλων», κρυβόταν -ή επιχειρήθηκε να κρυφτεί- το γεγονός πως για πολλά χρόνια, σίγουρα ακόμα εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Η επίθεση με εκρηκτικό μηχανισμό, στις 30 Μαΐου 2006, εναντίον του Γ. Βουλγαράκη, υπουργού Δημόσιας Τάξης κατά την περίοδο του ξεσπάσματος του «σκανδάλου» και μετέπειτα υπουργού Πολιτισμού, από τον Επαναστατικό Αγώνα, ήταν μια ακόμα απάντηση των αγωνιζόμενων κοινωνικών κομματιών στους διακρατικούς σχεδιασμούς που οικοδομούσαν την πολιτική προληπτικής αντιεξέγερσης. Ο υπουργός Βουλγαράκης ήταν εκ των βασικών πολιτικών υπεύθυνων για τις μαζικές παρακολουθήσεις, για το θέατρο που στήθηκε γύρω από αυτές, αλλά και για τις απαγωγές και παράνομες ανακρίσεις Πακιστανών μεταναστών, που βασανίστηκαν ως ύποπτοι για διεθνή τρομοκρατία. Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν την προηγούμενη χρονιά, όμως από τις αρχές του 2006 ήταν από τα βασικά θέματα της επικαιρότητας, με πλήθος δημοσιευμάτων που καταδείκνυαν τον ρόλο τρομοκράτη που είχε παίξει το ελληνικό κράτος στην υπόθεση.
Λίγες μόλις μέρες πριν την περιβόητη συνέντευξη τύπου που θα αποκάλυπτε το «σκάνδαλο», στις 16 Ιανουαρίου 2006, η είδηση που κυριαρχεί στους κύκλους του αναρχικού χώρου είναι η σύλληψη του συντρόφου Γιάννη Δημητράκη. Μετά από ένοπλη ληστεία τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας, ο Δημητράκης δέχεται από αστυνομικούς, κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, σφαίρες στο ψαχνό και καταλήγει στην εντατική, όπου οι διωκτικές αρχές επιχειρούν να τον ανακρίνουν. Το γεγονός αυτό και όλα όσα το συνόδευσαν -μιντιακή φρενίτιδα, εξώθηση στην παρανομία τριών ακόμα αναρχικών ως «ληστών με τα μαύρα»- αποτελεί επίσης μια κομβική στιγμή για τον αντιεξουσιαστικό χώρο της εποχής και το κίνημα αλληλεγγύης, με την περαιτέρω εξάπλωση της πολύμορφης αντιβίας, αλλά και την ανάδειξη των προταγμάτων της άρνησης εργασίας και της απαλλοτρίωσης του κλεμμένου πλούτου του προλεταριάτου και των καταπιεσμένων από τις τράπεζες. Προταγμάτων που εκείνη την εποχή έβρισκαν ολοένα και περισσότερη απηχηση σε κομμάτια του αντεξουσιαστικού χώρου.
Η άνοιξη της ίδιας χρονιάς έμελλε να είναι η απαρχή μιας σειράς γεγονότων και αγώνων που, με τη σειρά τους, αποδείχτηκαν καθοριστικής σημασίας για την πορεία του αναρχικού χώρου, την παρουσία του στους δρόμους και τη ζύμωσή του με πλατιά κομμάτια της κοινωνίας, των κοινωνικών και ταξικών αγώνων, του ριζοσπαστικού και νεολαιίστικου κινήματος εν γένει. Τον Απρίλιο του 2006, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με υπουργό παιδείας τη Μαριέττα Γιαννάκου και με την αρχική στήριξη του ΠΑΣΟΚ -του Γιώργου Παπανδρέου πλέον-, επιλέγει να εισάγει στον δημόσιο διάλογο, με απώτερο στόχο τη νομοθέτηση στη Βουλή, μια ακόμα εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση». Πυρήνας του σχεδιασμού της η αναθεώρηση/κατάργηση του «άρθρου 16» του Συντάγματος, που παραδοσιακά ήταν αυτό που εξασφάλιζε τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Η δεξιά κυβέρνηση πίστευε πως, έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη του σχεδιασμού από τα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα της εποχής, ήταν η ώρα να περάσει τη δύσκολη αυτή «μεταρρύθμιση».
Παρά το γεγονός ότι η κυβερνητική φοιτητική παράταξη αναδείχθηκε μεγάλη νικήτρια στις φοιτητικές εκλογές εκείνης της περιόδου, η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητ(ρι)ών πήρε άμεσα θέσεις μάχης. Παρακάμπτοντας και τις φοιτητικές κομματικές οργανώσεις (κυρίως του ΚΚΕ) που επιχείρησαν σε πρώτο χρόνο να χαλιναγωγήσουν το υπό ανάδυση κίνημα, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες άρχισαν να καταλαμβάνουν, τη μία μετά την άλλη, δεκάδες πανεπιστημιακές σχολές. Μέχρι το καλοκαίρι, όλα τα πανεπιστήμια της χώρας ήταν κατειλημμένα. Οι καταλήψεις εξαρχής, από τον Απρίλη του 2006, αποτέλεσαν τα κέντρα του αγώνα, με τις μαζικές συνελεύσεις να αποφασίζουν επαναλαμβανόμενες κεντρικές πορείες. Πλάι στο φοιτητικό κίνημα, μεγάλα κομμάτια της νεολαίας, πολιτικοποιημένης και μη, μαθητές, δάσκαλοι και καθηγητές, αλλά και, σταδιακά, ο κόσμος της εργασίας, μέσω απεργιών των συνδικάτων, συνέθεσαν ένα δυναμικό αντικυβερνητικό κίνημα, που εκφραζόταν σχεδόν κάθε εβδομάδα με ιδιαίτερα μαζικές και συχνά δυναμικές και συγκρουσιακές πορείες. Εκεί, σε αυτές τις καταλήψεις, σε αυτές τις διαδηλώσεις και σε αυτές τις συγκρούσεις, η παρουσία και η δράση των αναρχικών υπήρξε διακριτή, ουσιώδης και καταλυτική για την όξυνση και την κλιμάκωση των συγκρούσεων.
Ήδη, για τουλάχιστον μια πενταετία, ο αναρχικός χώρος είχε εντείνει την εξάπλωσή του στα πανεπιστήμια. Οι ιδέες του κυκλοφορούσαν εκεί μέσω των ίδιων των αναρχικών φοιτητών, ενώ αυτόνομα και αναρχικά στέκια που δημιουργούνταν με ταχείς ρυθμούς εδαφικοποιούσαν την παρουσία αυτή και αποτελούσαν σημεία αναφοράς και επιρροής. Η «έδρα» του αναρχισμού, τα Εξάρχεια, ήταν έτσι κι αλλιώς η γειτονιά που ένα μεγάλο μέρος των φοιτητ(ρι)ών συναντιούνταν, κοινωνικοποιούνταν και πολιτικοποιούνταν. Όλα αυτά, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες που δεν μπορούν να αναλυθούν σε μια μικρή εισαγωγή, συνέθεταν ένα αγωνιστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο αντιεξουσιαστικός χώρος δεν εμφανιζόταν ως ξένο σώμα αλλά ως οργανικό μέρος. Οι μαζικές πορείες του 2006 και των αρχών του 2007, που ξεκινούσαν από τα Προπύλαια, κατέληγαν πολλές φορές σε εκτεταμένες συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, με τους αναρχικούς στην πρώτη γραμμή, αλλά και πολλά κομμάτια των φοιτητικών συλλόγων και πολλών ανένταχτων φοιτητ(ρι)ών να στέκονται μαχητικά και ανυποχώρητα απέναντι στην καταστολή. «Να γίνουμε Γαλλία» ακουγόταν στις συζητήσεις και γραφόταν σε κάποια πανό -ήταν η εποχή που ένα μεγάλων διαστάσεων μαχητικό κίνημα αντίστασης ενάντια στο νομοσχέδιο CPE και την υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων των νέων θα έπαιρνε μια σημαντική νίκη, υποχρεώνοντας τη γαλλική κυβέρνηση σε υποχώρηση.
Το αγωνιστικό και μαχητικό κλίμα θα ενισχυόταν κι από μια ογκώδη διαδήλωση στις 6 Μαΐου του 2006, η οποία οργανώθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ. Σε μια διαδήλωση που θα συγκέντρωνε πάνω από εκατό χιλιάδες κόσμου και θα αποτελούσε άλλη μια αφορμή για την εκδήλωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση, ο αναρχικός χώρος είχε ξανά δυναμική και μαζική παρουσία, ενεργή συμμετοχή στις συγκρούσεις, αλλά και συλλήψεις και προφυλακίσεις. Ο εντεινόμενος αγώνας των φοιτητών και οι αλεπάλληλες πορείες και συγκρούσεις έως το καλοκαίρι οδήγησαν την κυβέρνηση σε αναδίπλωση, προσωρινή απόσυρση του νομοσχεδίου που προωθούσε την αναθεώρηση του «άρθρου 16» και «κάλεσμα σε διάλογο», υπό τον φόβο μιας γενικευμένης εξέγερσης. Παράλληλα με τον αγώνα αυτόν, σημαντικές στιγμές ενίσχυσης του αγωνιστικού κλίματος αποτέλεσαν και οι μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στις επεμβάσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη μέση Ανατολή, αλλά και τον πόλεμο του ισραηλινού κράτους σε Λίβανο και Παλαιστίνη.
Μετά το καλοκαίρι, οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό. Ενώ ένα σημαντικό μαθητικό κίνημα αναπτυσσόταν παράλληλα με καταλήψεις σε όλη την Ελλάδα, στις 8 Μαρτίου 2007, την ημέρα ψήφισης ενός κουτσουρεμένου πλέον νομοσχεδίου που δεν θα ακουμπούσε το «άρθρο 16», η τεράστια συγκέντρωση γύρω από τη Βουλή θα εξελιχθεί σε μια μεγάλη σύγκρουση με την αστυνομία, που εξαπέλυσε λυσσαλέα επίθεση και προχώρησε σε πολλές δεκάδες συλλήψεων. Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό ακόμα και ολοκληρώθηκαν λίγο πριν το καλοκαίρι του 2007, αφήνοντας ως παρακαταθήκη ένα μαζικό, μαχητικό και ελπιδοφόρο κίνημα, από τα σημαντικότερα των τελευταίων δεκαετιών.
Τα «φοιτητικά του 2006-2007», όπως έμειναν στην ιστορία, υπήρξαν μια πολύ σημαντική στιγμή της εγχώριας κινηματικής ιστορίας, ενώ έφεραν τον αναρχικό χώρο -που είχε ήδη αρχίσει να πυκνώνει τις γραμμές του- και τις ιδέες του σε ακόμα μεγαλύτερη επαφή και ζύμωση με τα προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας. Η μαχητικότητα στον δρόμο, η εξοικείωση μεγάλου μέρους του κόσμου του αγώνα με την κατά μέτωπο σύγκρουση με την κρατική καταστολή, η αλληλεγγύη στον δρόμο και η συντροφικότητα ήταν και αυτά στοιχεία που έμειναν χαραγμένα στη συλλογική μνήμη. Κοιτώντας πλέον προς τα πίσω, ξέρουμε πως ο Δεκέμβρης του 2008 είχε μέσα του πολύ από τα «φοιτητικά» του 2006-2007.
***
Η δεξιά διακυβέρνηση της χώρας, αν και -με τα σημερινά δεδομένα- θα χαρακτηριζόταν ως ήπιας έντασης ως προς την επίθεση σε εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και την αφαίμαξη των εισοδημάτων των πολλών, και παρά το γεγονός ότι ταλανιζόταν συνεχώς από διαφόρων ειδών σκάνδαλα, είχε συνεχώς στραμμένη την πυξίδα της προς τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, τις ιδιωτικοποιήσεις, την περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας, τη νομοθέτηση υπέρ του κεφαλαίου. Η «κανονικότητα» της εποχής που είχε προηγηθεί, κανονικότητα στημένη πάνω στον κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό από τις τράπεζες, φαινόταν να καταφέρνει να διαρκεί ακόμα. Κι όμως, οι κοινωνικές ανακατατάξεις και οι ιδεολογικοπολιτικές μετατοπίσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας άρχισαν να γίνονται εντονότερες, ακολουθώντας με έναν τρόπο τον ρυθμό της πορείας προς την οικονομική κρίση, τα μνημονιακά χρόνια και τη ριζική ανατροπή του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Δεν ήταν μόνο η Αριστερά, τα κινήματα ή ο αντιεξουσιαστικός χώρος που κέρδισαν από αυτές τις μετατοπίσεις. Υπήρχαν από καιρό ενδείξεις -και στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά και στον δρόμο- ότι η Ακροδεξιά θα έβγαινε και αυτή ιδιαίτερα κερδισμένη από τις οικονομικοπολιτικές εξελίξεις.
Το νεοσύστατο ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ, που είχε αγγίξει την είσοδό του στη Βουλή στις εκλογές του 2004, μετά και από μια ίδιας δυναμικής εμφάνιση στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2006, καταφέρνει το φθινόπωρο του 2007 να πάρει ένα σχεδόν 4% και να μπει στη Βουλή, με τη μεγαλύτερη δυναμική του να προέρχεται από τα αστικά κέντρα. Εκεί, στις πόλεις, στους δρόμους των μητροπόλεων και ιδιαίτερα της Αθήνας, οι κάθε λογής φασίστες, με αιχμή του δόρατος τους νεοναζί της χρυσής αυγής, εμφανίζονταν ολοένα και πιο συχνά, έστω και δειλά. Ήταν, για παράδειγμα, η εποχή (φθινόπωρο 2008) που πρωτοεμφανίστηκε η «επιτροπή κατοίκων» στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Αθήνα. Μια από τις πρώτες, ίσως η πρώτη, απόπειρα εδαφικοποίησης και κοινωνικής νομιμοποίησης της φασιστικής και ρατσιστικής βίας. Ο κόσμος του μαχητικού αντιφασισμού, προερχόμενος κυρίως από τους κόλπους του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου, ήδη από καιρό είχε ρίξει πολλές από τις δυνάμεις του στη μάχη για την ήττα των φασιστών στον δρόμο αλλά και τον δημόσιο χώρο και λόγο. Δεκάδες συγκεντρώσεις, πορείες, ενέδρες, αλλά και αφίσες και μοιράσματα κρατούσαν δυναμικά τον αντιφασιστικό χαρακτήρα της μητρόπολης. Ιδιαίτερα σε «δύσκολες» γειτονιές πέριξ του κέντρου της Αθήνας, καταλήψεις όπως η «Λέλας Καραγιάννη» αλλά και το σημείο αναφοράς του αντιφασισμού, η «βίλα Αμαλία», αποτελούσαν κάποια από τα βασικά κέντρα του μαχητικού αντιφασισμού και της αντιφασιστικής προπαγάνδας. Παρότι οι συνθήκες ευνοούσαν την ενδυνάμωση των φασιστών στον δρόμο, παρότι το κράτος τούς έκανε πλάτες, κυρίως μέσω της αστυνομίας, και λοιδορούσε τον αντιφασιστικό αγώνα ονομάζοντάς τον «πόλεμο συμμοριών», το αντιφασιστικό κίνημα ενίσχυσε τις δυνάμεις του, οργανώθηκε επιχειρησιακά, καλλιεργήθηκε πολιτικά και θεωρητικά και σημείωσε σημαντικά βήματα, που αργότερα, με τη γιγάντωση του νεοφασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα, θα αποδεικνύονταν καθοριστικά.
Απέναντι στον ρατσισμό της κρατικής πολιτικής και του επίσημου λόγου, απέναντι στις μαζικές απελάσεις και τα κέντρα κράτησης, κομμάτια του αναρχικού χώρου, πανελλαδικά, έθεταν ως βασικό και διακριτό πρόταγμα την αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες και επιχειρούσαν να αναλύσουν τα ζητήματα της μετανάστευσης και του ρατσισμού από μια συνολική σκοπιά, συνδέοντάς τα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τον πόλεμο, τον θεσμικό -αλλά και τον διάχυτο κοινωνικό- ρατσισμό.
***
Αυτό που περιγράφηκε παραπάνω ως «ήπια», με τα σημερινά δεδομένα, κρατική πολιτική, στο πεδίο της καταστολής δεν ίσχυε. Ο καπιταλισμός και τα ανεπτυγμένα κράτη παγκοσμίως, αλλά και το ελληνικό, όσο δεν είχαν ένα κυρίαρχο αφήγημα να διηγηθούν για να χτίσουν τις υποσχέσεις τους τόσο επένδυαν στη θωράκιση απέναντι στους δυνάμει εχθρούς τους, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Το ξέσπασμα της βαθιάς οικονομικής κρίσης ερχόταν, άλλωστε, όλο και πιο κοντά. Στην ελληνική πραγματικότητα -και μιλώντας για την περίοδο που εδώ εστιάζουμε- η εποχή Βουλγαράκη και μετά Πολύδωρα στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης χαρακτηριζόταν από σκληρή καταστολή στα αγωνιζόμενα κομμάτια, ρατσισμό απέναντι στους μετανάστες και μένος εναντίον των αναρχικών. Τα Εξάρχεια ήταν στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής και οι αστυνομικές δυνάμεις, ενθαρρυμένες από τους προϊσταμένους τους, επιδίδονταν σε αναίτιες προκλήσεις, επιθέσεις και τυφλές συλλήψεις μετά από κινητοποιήσεις. Την ίδια ώρα, η πολιτική ηγεσία δήλωνε δημοσίως, ή και διέρρεε στους πιστούς της δημοσιογράφους, πως ήταν έτοιμη να εξαπολύσει μια πολυεπίπεδη κατασταλτική επίθεση εναντίον του αναρχικού χώρου, με σκοπό τη ριζική απονεύρωσή του. Ήταν πάντως και η εποχή που η πολιτική κινηματική αντιβία, κυρίως μέσα από τις τάξεις των αναρχικών, ήταν σε πραγματική έξαρση.
Πέραν των δημοσίων δράσεων και της προπαγάνδας που απλώνονταν σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της πόλης -ως αποτέλεσμα και του απλώματος του αναρχικού χώρου στη μητρόπολη μέσω καταλήψεων, στεκιών κλπ-, ένα πλήθος αμέτρητων εμπρησμών, εκρήξεων, σπασιμάτων, επιθέσεων κατά πολιτικών, οικονομικών, δικαστικών και αστυνομικών στόχων εκτυλισσόταν με αμείωτη ένταση ήδη από την αμέσως προηγούμενη περίοδο, αλλά κατεξοχήν κατά την τριετία 2006-2008. Παράλληλα, όπως φάνηκε και στα «φοιτητικά», ο αντιεξουσιαστικός χώρος έκανε ολοένα και πιο δυναμικές και μαζικές εμφανίσεις στις διαδηλώσεις, δείχνοντας μια ενισχυμένη τάση προς την άμεση σύγκρουση. Πέραν όλων των άλλων λόγων, που μόνο σε αδρές γραμμές περιγράφουμε εδώ, ήταν και η «είσοδος» στον αναρχικό χώρο και η πολιτικοποίηση μέσα σε αυτόν, κυρίως μέσα στα Εξαρχεια, μιας «άγριας», εξεγερτικής, ενθουσιώδους νέας γενιάς, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση της άμεσης δράσης και της πολιτικής αντιβίας στον ελλαδικό χώρο. Μέσα από μια -καθόλου ρόδινη ή εύκολη, αλλά υπαρκτή και σημαντική- ζύμωση αυτών των νέων τάσεων με τα πιο «παραδοσιακά» κομμάτια της αναρχίας, παρήχθη ένα μείγμα που καθόρισε για πολλά χρόνια, έως και σήμερα, τον αναρχικό χώρο. Ένα μείγμα εξεγερτικό, με διάθεση άμεσης επίθεσης. Οι βάσεις για αυτή την πορεία μπήκαν σταδιακά την αμέσως προηγούμενη πενταετία, όμως κατά την περίοδο που εδώ κοιτάμε θα άρχιζε η διαδικασία κορύφωσής της, που θα διαρκούσε για αρκετά χρόνια ακόμα.
***
Το 2007 ξεκίνησε με την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα με αντιαρματική ρουκέτα κατά της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου. Μια επίθεση υψηλής έντασης, μεγάλου συμβολισμού, που ταρακούνησε το εγχώριο πολιτικό κατεστημένο και απασχόλησε τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Η επίθεση αυτή ήταν «…απάντηση στον πόλεμο κατά της “τρομοκρατίας” που οι ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει σε όλο τον πλανήτη με τη βοήθεια των κρατών-συνοδοιπόρων τους… απάντηση στον πόλεμο που οι δολοφόνοι Αμερικανοί και τα τσιράκια τους διεξάγουν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, στον βομβαρδισμό της Σομαλίας… απάντηση για την πολιτική τους στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο, μια πολιτική που στόχο έχει την εξόντωση κάθε αντίστασης. Είναι μια απάντηση για τους φυλακισμένους του Γκουαντανάμο, για όλους τους φυλακισμένους-ομήρους του “αντιτρομοκρατικού” πολέμου», σύμφωνα με τα λόγια της οργάνωσης. Η ενέργεια αυτή ήταν ακόμα μια ηχηρή απόδειξη πως η -ριζωμένη βαθιά στην πολιτική παράδοση της χώρας- ένοπλη πάλη ήταν παρούσα, απειλώντας με τις δυνάμεις της το καθεστώς.
Τον Απρίλη του 2007, λίγο μετά την κορύφωση των φοιτητικών αγώνων, συνέβη ακόμα ένα γεγονός που θα αποτύπωνε, αλλά και θα απελευθέρωνε, νέες κοινωνικές και κινηματικές δυναμικές. Η εξέγερση στις φυλακές Μαλανδρίνου, που προκάλεσε και μια σειρά δυναμικών κινητοποιήσεων σε πολλές φυλακές της χώρας, είχε ως αφορμή τον ξυλοδαρμό του αναρχικού πολιτικού κρατούμενου Γ. Δημητράκη και αποτελεί, έως και σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς στην ιστορία των αγώνων μέσα στις φυλακές. Ποινικοί, κοινωνικοί κρατούμενοι, όπως ο Βαγγέλης Πάλλης που αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά, στάθηκαν αλληλέγγυοι απέναντι στην κρατική βαρβαρότητα εις βάρος ενός πολιτικού κρατούμενου, κατέλαβαν για μέρες τις ταράτσες και άλλους χώρους της φυλακής και διατράνωσαν τη διαμαρτυρία τους για τις βάναυσες συνθήκες διαβίωσης και τα αιτήματά τους. Ήταν άλλη μια επιβεβαίωση πως ό,τι έχει κερδηθεί στις φυλακές -και είναι πολλά αυτά- έχει κερδηθεί με αιματηρούς αγώνες. Στους αγώνες αυτούς οι πολιτικοί κρατούμενοι και κρατούμενες έπαιζαν πάντα καταλυτικό ρόλο, δίνοντας και ένα έναυσμα παραπάνω στο κίνημα αλληλεγγύης εκτός των τειχών να στηρίξει έμπρακτα τον αγώνα τους. Κατά την περίοδο της εξέγερσης αλλά και για αρκετό καιρό αργότερα, δεκάδες εμπρηστικές επιθέσεις εξαπολύθηκαν από τον αναρχικό χώρο, για να συνοδεύσουν το προπαγανδιστικό υλικό και τις δημόσιες δράσεις αλληλεγγύης. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, τον Ιούλιο του 2007, θα άρχιζε άλλωστε και η δίκη του Δημητράκη, μια δίκη που, πέραν μιας συγκεκριμένης ληστείας, αφορούσε και το δικαστικό κατασκεύασμα των «ληστών με τα μαύρα» που απασχόλησε τον αναρχικό χώρο για περίπου 15 χρόνια, μέχρι πολύ πρόσφατα. Η αλληλουχία των δύο αυτών γεγονότων ήταν ακόμα μια αφορμή για μια ακόμη πολύ θερμή περίοδο για την πολιτική αντιβία. Εκρήξεις, εμπρησμοί, επιθέσεις με όλα τα μέσα κατά κρατικών και καπιταλιστικών στόχων πραγματοποιούνταν με αμείωτους ρυθμούς και ιδιαίτερη πυκνότητα. Η επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στις 30 Απριλίου στο Α.Τ. Νέας Ιωνίας ήταν ένα μέρος αυτής της κινηματικής κινητοποίησης/απάντησης στην αναβαθμισμένης έντασης κρατική καταστολή, αλλά και μέρος της όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων της εποχής.
Την ίδια περίπου εποχή, τον Αύγουστο του 2007, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα άρχιζε να διαφαίνεται αυτό που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη καπιταλιστική κρίση εδώ και έναν αιώνα. Διαβάζουμε από μια αναρχική μπροσούρα της περιόδου αυτής μια περιγραφή όσων προηγήθηκαν του Σεπτεμβρίου του 2008 : «Θρυαλλίδα της τρέχουσας κρίσης ήταν η κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου στις ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 2007. Αναζητώντας νέα πεδία κέρδους, επενδυτικές τράπεζες είχαν κατευθύνει μεγάλα αδρανή κεφάλαιά τους στον επισφαλή δανεισμό φτωχότερων στρωμάτων. Αδυνατώντας, μαζικά, οι φτωχοί δανειολήπτες να αποπληρώσουν τις δόσεις, άρχισαν να χάνουν τα σπίτια τους. Οι δυο εκατομμύρια κατασχέσεις του 2007 ήταν 75% περισσότερες από την προηγούμενη χρονιά και ολόκληρες συνοικίες αμερικανικών πόλεων άρχισαν να ερημώνουν. Οι τράπεζες, αντί για ρευστό, βρέθηκαν να παίρνουν πίσω σπίτια χωρίς ιδιαίτερο αντίκρυσμα, σε μια κορεσμένη αγορά ακινήτων, την ίδια ώρα που οι κάτοικοι αυτών επέστρεφαν στα τροχόσπιτα ή κατέληγαν στους δρόμους. Η μη αποπληρωμή των δανείων ισοδυναμούσε με την απαξίωση όχι μόνο των ίδιων αλλά και πλήθους χρηματοοικονομικών παραγώγων που είχαν βασιστεί σε αυτά και τα οποια βρίσκονταν διασκορπισμένα στην κατοχή τραπεζών σε όλο τον κόσμο. Σταδιακά, η απουσία εμπιστοσύνης ανάμεσα στις τράπεζες για τη βιωσιμότητα της καθεμιάς τους, μοιραία, καθήλωσε το διατραπεζικό δανεισμό και, κατ’ επέκταση, τα επιχειρηματικά και ατομικά δάνεια, επιβαρύνοντας τελικά τους ήδη καθοδικούς δείκτες της παγκόσμιας οικονομίας».
Δεν είναι, προφανώς, δυνατόν εδώ, σε μια μικρή εισαγωγή, να εξιστορηθεί -πόσο μάλλον να εξηγηθεί και να αναλυθεί- η απαρχή της, μέχρι και σήμερα, διαρκούσας οικονομικής κρίσης. Από το καλοκαίρι του 2007 και σε μια πορεία δίχως επιστροφή, φτάνουμε στο ορόσημο του Σεπτέμβρη του 2008 και στην επίσημη πτώχευση της κολοσσιαίας εταιρείας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Lehman Brothers και σε ένα ντόμινο εξαγορών και συγχωνεύσεων που διαπέρασε το σύνολο του συστήματος των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών στις ΗΠΑ. Ήταν η στιγμή που δήλωνε εμφατικά πως αυτό που ερχόταν δεν θα ήταν άλλος ένας συνήθης κύκλος μια καπιταλιστικής κρίσης, αλλά μια σαρωτική κρίση και μια αναδιάρθρωση που θα ακουμπούσε το σύνολο του πλανήτη και θα συντάραζε τα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας. Η απερχόμενη κυβέρνηση Μπους, με τη συναίνεση και των δημοκρατικών του Ομπάμα -ο οποίος μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου θα ανακηρυσσόταν και Πρόεδρος των ΗΠΑ-, παρείχε στήριξη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων για τη διάσωση των τραπεζών, προοιωνίζοντας και τις πολιτικές όλων των δυτικών χωρών. Το τραπεζικό σύστημα, που σίγουρα θα κλονιζόταν ισχυρά, έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί όρθιο. Και στον καπιταλιστικό κόσμο αυτή η θυσία είναι κατά κύριο λόγο η θυσία των «από κάτω», των μικρομεσαίων, των φτωχών, του προλεταριάτου.
Πίσω στην Ελλάδα, καλοκαίρι του 2007, τα πράγματα κυλούσαν, με μια πρώτη ματιά, κατά τον συνήθη ρυθμό και τρόπο τους. Η κρίση στις ΗΠΑ αποτελούσε μεν μια είδηση στις οικονομικές σελίδες, αλλά η κυρίαρχη περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή που θα επέτρεπε στα μελλοντικά θύματα αυτής της κρίσης να δουν τη μεγάλη εικόνα. Στο εσωτερικό των ίδιων των κινημάτων, αλλά και του αναρχικού χώρου, δεν ήταν πολλές -υπήρχαν βέβαια- οι φωνές που φαίνονταν να αντιλαμβάνονται αυτό που έρχεται στην ολότητά του. Έτσι, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 και σε αντιδιαστολή με πολλές περί του αντιθέτου προβλέψεις, η ΝΔ -εν μέσω μιας σειράς σκανδάλων που την ταλάνιζαν, αλλά και αμέσως μετά από τις εκτεταμένες και φονικές δασικές πυρκαγιές εκείνου του καλοκαιριού- καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές και να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο παλιός δικομματισμός, κραταιός ακόμα, συγκέντρωνε το 80% των ψήφων. Όπως αποδείχθηκε λίγο καιρό αργότερα, η κυβέρνηση είχε απόλυτη γνώση της κατάστασης και της επικείμενης ραγδαίας επιδείνωσης της ελληνικής οικονομίας, τουλάχιστον από το φθινόπωρο του ’08. Παρότι επέμενε να διατηρεί την ίδια γραμμή του ψεύδους και του καθησυχασμού, δηλώνοντας πως «η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη», αναγκάστηκε λίγους μήνες μετά, 2009 πια, να παραδεχτεί δημόσια τη δίνη στην οποία κατευθυνόταν η ελληνική οικονομία και να καλέσει την αντιπολίτευση να τη στηρίξει στην αναγκαία λήψη μέτρων περικοπής των δημοσίων δαπανών. Το ΠΑΣΟΚ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, αρνήθηκε και η ΝΔ προκήρυξε εσπευσμένα εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό πως στις εκλογές του 2009 ο δικομματισμός πλησίασε και πάλι το 80%, με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ να ξεπερνάει ακόμα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή ήταν η γενική εικόνα του εκλογικού σώματος για αυτό που πλησίαζε, την εποχή, δηλαδή, των μνημονίων.
***
Το 2008 άρχισε, από τη σκοπιά του αναρχικού αγώνα, άκρως δυναμικά και θερμά. Ήδη τον Γενάρη θα γινόταν μια ακόμα επίθεση σε αστυνομικό τμήμα, μετά από αλλεπάλληλες επιθέσεις σε διάφορα τμήματα τα δύο προηγούμενα χρόνια, με λόγο αντικρατικό, κατά της αστυνομικής βίας και εκφράζοντας την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους. Τον ίδιο μήνα έκανε την εμφάνισή της και η οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, με προκήρυξη που αναλάμβανε την ευθύνη για εμπρηστικό μπαράζ, στις 21 Γενάρη, εναντίον τραπεζών, αντιπροσωπείας πολυτελών αυτοκινήτων και οχήματος της ΔΕΗ. Η ίδια η εμφάνιση της ΣΠΦ και ο πολιτικός λόγος που παρήγαγε και με τον οποίο συνόδευε τις ενέργειές της ήταν ενδεικτικά της εποχής και των ζυμώσεων, της διαπάλης και των διεργασιών που εκτυλίσσονταν στον αναρχικό χώρο την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Η «Νέα Αναρχία», όπως συνηθιζόταν να ονομάζεται τότε, με μηδενιστικές, ατομικιστικές καταβολές, εμπνευσμένη από προτάγματα όπως η άρνηση εργασίας και η διάλυση της ηθικής της εργασίας και της κοινωνίας της κατανάλωσης, που από καιρό κέρδιζαν έδαφος στους κύκλους των αναρχικών, έθετε ως προτεραιότητα την άμεση δράση, το σαμποτάζ, την εξεγερτική βία και είχε πλέον μια διακριτή παρουσία στον αναρχικό χώρο. Η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς συνέχισε καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς, κάθε μήνα, τη δράση της με εμπρηστικά μπαράζ κατά αστυνομικών, στρατιωτικών, πολιτικών, τραπεζικών και επιχειρηματικών στόχων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και παράλληλα, με τον πολιτικό λόγο που παρήγαγε, εξέφραζε και την αλληλεγγύη σε πολιτικούς κρατούμενους και κρατούμενες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Την ίδια περίοδο, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2008, δεκάδες εμπρηστικές και άλλες επιθέσεις συνέβαιναν, κάθε εβδομάδα σχεδόν, κατά οικονομικών και κρατικών στόχων, από δεκάδες ομάδες αναρχικών χωρίς σταθερές υπογραφές, όμως σε ιδιαίτερα εκτεταμένο βαθμό και μεγάλη πυκνότητα.
Αυτή η χρονιά -από κινηματική σκοπιά από τις πιο πλούσιες- θα μείνει στην ιστορία και για έναν άλλο αγώνα, τοπικό, αλλά με σημαντική επιρροή στα κινηματικά δρώμενα της περιόδου, ο οποίος αγκαλιάστηκε και από τα περισσότερα κομμάτια της αναρχίας. Ήταν ο αγώνας των κατοίκων ενός χωριού της Κέρκυρας, της Λευκίμμης, εναντίον της κατασκευής ΧΥΤΑ στην περιοχή. Ήταν, επίσης, ένας αγώνας που «μέτρησε» και μία νεκρή αγωνιζόμενη κάτοικο, θύμα της τυφλής αστυνομικής βίας. Ο αναβρασμός και οι πρώτες κινητοποιήσεις είχαν ξεκινήσει από τα μέσα της προηγούμενης χρονιάς, όμως από τις αρχές του 2008 και όσο περνούσε ο καιρός, με μαζικές συνελεύσεις, μαχητικές διαδηλώσεις, σφοδρές συγκρούσεις με την αστυνομία και εμπρησμούς του Α.Τ., αστυνομικών οχημάτων και του εργοταξίου, ο αγώνας αυτός -που είχε σαφή προοδευτικά χαρακτηριστικά- απέβη και με έναν τρόπο νικηφόρος και ήταν ένα σημαντικό και ελπιδοφόρο μήνυμα για τα αγωνιζόμενα κομμάτια της εποχής.
Το φθινόπωρο του 2008, ένας ακόμα δυναμικός και μαζικός αγώνας θα ξεσπούσε και θα απασχολούσε τη δημοσιότητα, αλλά και πλατιά κομμάτια των προοδευτικών κινημάτων και του αναρχικού χώρου. Ένας αγώνας μέσα στις φυλακές όλης της χώρας. Από τις αρχές του χρόνου και μετά από αλλεπάλληλους θανάτους, αυτοκτονίες, καταγγελίες για βασανισμούς, κρατούμενοι από πολλές φυλακές προειδοποίησαν πως θα προχωρήσουν σε αποχή συσσιτίου, αν δεν ικανοποιούνταν μια σειρά αιτημάτων που αφορούσαν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης εντός των φυλακών, την αποσυμφόρησή τους αλλά και αλλαγές του σωφρονιστικού κώδικα προς το ευνοϊκότερο. Τον Οκτώβρη του 2008, κρατούμενοι από το σύνολο των φυλακών της χώρας προειδοποίησαν για έναρξη απεργίας πείνας, εμμένοντας στα αιτήματά τους. Με σύνθημα «οι σκλάβοι ξεσηκώνονται ενάντια στη βαρβαρότητα», κρατούμενοι από 21 φυλακές ξεκινούν αποχή συσσιτίου. Ο αναρχικός χώρος, αλλά και κομμάτια της Αριστεράς, άρχισαν να κινητοποιούνται με συγκεντρώσεις, πορείες, κινήσεις αντιπληροφόρησης. Η κυβέρνηση της ΝΔ έδειχνε να πιέζεται από τις εξελίξεις, όμως η διάθεση για μερική υποχώρηση και ικανοποίηση κάποιων από τα αιτήματα του αγώνα δεν έπειθαν τους αγωνιζόμενους κρατούμενους να υποχωρήσουν. Περίπου από τα μέσα του Νοέμβρη, σχεδόν πέντε χιλιάδες κρατούμενοι βρίσκονταν σε απεργία πείνας, με αρκετούς να μεταφέρονται στα νοσοκομεία, ενώ πολλοί συνέχιζαν την αποχή συσσιτίου. Υπό την πίεση των εντός αλλά και εκτός των τειχών αγώνων, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε σε σημαντική αναδίπλωση, νομοθετώντας τελικά αρκετά από αυτά που ζητούσαν οι κρατούμενοι απεργοί πείνας. Ο αγώνας τους έληξε στα τέλη Νοεμβρίου και αποτέλεσε μια από τις πολύ σημαντικές στιγμές αγώνα εντός των φυλακών.
Την ίδια περίοδο, λίγο μετά τη φθινοπωρινή έναρξη της εκπαιδευτικής περιόδου, επικρατεί αναβρασμός και στα σχολεία. Σε μπροσούρα αναρχικών διαβάζουμε σχετικά: «Οι παρεμβάσεις εισαγγελέων σε υπό κατάληψη γυμνάσια και λύκεια της Θεσσαλονίκης δεν ήταν ικανές να αναχαιτίσουν τις καταλήψεις που ήδη από τον Οκτώβριο είναι παραπάνω από τριακόσιες πενήντα. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί προχωρούν σε κινητοποιήσεις διαρκείας, που προτείνουν τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Την ίδια στιγμή, μαθητές μέσα σε κατειλημμένα σχολεία πραγματοποιούν βανδαλισμούς και εμπρησμούς σε γραφεία διευθυντών και υποδιευθυντών, στοχοποιώντας τους ως σύμβολα καταπίεσης και επιβολής της εξουσίας. Οι μαθητικές διαδηλώσεις, στις οποίες συχνά γίνονταν συγκρούσεις με την αστυνομία, το κλείσιμο δρόμων, οι καταλήψεις ως πεδία αντίστασης, πολιτικής ζύμωσης και κοινωνικής ανυπακοής τροφοδότησαν με καύσιμα την επόμενη περίοδο. […] Το μαθητικό κίνημα βρισκόταν από πριν (σ.σ. τον Δεκέμβρη) σε τροχιά υλικής σύγκρουσης με το κράτος και την εξουσία του».
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, που σε πολύ αδρές γραμμές περιγράφουμε εδώ, και με την οικονομική κρίση να έχει πλέον «επισημοποιηθεί», αλλά να μην έχει απτές ακόμα συνέπειες στην ελληνική καθημερινότητα, μπαίνουμε στον Δεκέμβρη του 2008. Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου, Σάββατο, δολοφονείται εν ψυχρώ στα Εξάρχεια από τον αστυνομικό Κορκωνέα ο 15χρονος αναρχικός Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Πεθαίνει στα χέρια φίλων και συντρόφων του. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας καταρράκτης. Οργής και φωτιάς. Στο εσωτερικό της φετινής ατζέντας, επιχειρούμε να καταγράψουμε ένα χρονικό των γεγονότων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη, όσο το δυνατόν πιο πλήρες, προσπαθώντας να αποτυπώσουμε την εικόνα της κλιμάκωσης των γεγονότων, μαζί με ένα μικρό κείμενο αφιερωμένο στον Δεκέμβρη, καθώς και σκίτσα, φωτογραφίες και άλλο υλικό από τότε. Το Ταμείο Αλληλεγγύης είναι κι αυτό με έναν τρόπο ένα από τα «παιδιά του Δεκέμβρη», καθώς γεννήθηκε δυο χρόνια μετά, μέσα από διεργασίες που σχετίζονται με αυτόν με πολλούς τρόπους. Σε αυτή την εισαγωγή -και σε σχέση με τον Δεκέμβρη- επιλέγουμε να παραθέσουμε αποσπάσματα από δύο αναρχικές μπροσούρες που αναφέρονται σε αυτόν. Στο εσωτερικό της ατζέντας υπάρχουν, επίσης, αποσπάσματα κειμένων της περιόδου αυτής. Ελπίζουμε να συνεισφέρουμε κι εμείς, από τη μεριά μας, στο συλλογικό και δύσκολο έργο που απαιτείται για να αποτυπωθεί το σύνολο, όχι μόνο των γεγονότων, αλλά κυρίως της αναζήτησης όλων εκείνων των νημάτων που οδήγησαν σε αυτά και ξεκίνησαν από αυτά.
Διαβάζουμε από την πρώτη μπροσούρα μια περίληψη των πρώτων στιγμών και ημερών: «Λίγη ώρα μετά τη δολοφονία του Αλέξη, ξεσπούν μαζικές συγκρούσεις με την αστυνομία σε όλο το κέντρο της Αθήνας, πραγματοποιούνται επιθέσεις σε τράπεζες και καταστήματα πολυεθνικών εταιρειών, ενώ καταλαμβάνονται το Πολυτεχνείο, η ΑΣΟΕΕ και η Νομική. Λίγο πριν, είχε καεί το Α.Τ. Ακροπόλεως και η Ερμού. Στην Θεσσαλονίκη καίγονται τα Α.Τ. Λευκού Πύργου και Άνω Πόλης, ενώ επίθεση από πολύ κόσμο δέχεται η διμοιρία που φυλάει το Τούρκικο Προξενείο.
Τις πρώτες δύο μέρες, Σάββατο και Κυριακή, συγκρούσεις πραγματοποιούνται στη Θεσσαλονίκη, την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη, την Κομοτηνή, τα Γιάννενα, το Αγρίνιο, την Πάτρα, τη Σπάρτη, το Βόλο, τα Χανιά, το Ηράκλειο, τη Μυτιλήνη, την Κοζάνη, τις Σέρρες, τη Λάρισα, τη Λαμία, την Κόρινθο, την Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο, την Ηγουμενίτσα… Ο κατάλογος των πόλεων δεν έχει τέλος. Την Κυριακή στην Αθήνα, μια διαδήλωση χιλιάδων πορεύεται με λύσσα προς τη ΓΑΔΑ. Συγκρούεται σε κάθε μέτρο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και καταφέρνει να φτάσει από το Μουσείο μέχρι το Εφετείο. Τo θράσος και ο εγκληματικός χαρακτήρας της αστυνομίας αποτυπώνεται εύγλωττα όταν ένας ματάς σημαδεύει με το υπηρεσιακό του όπλο τους διαδηλωτές. Όλο το βράδυ τα Εξάρχεια μετατρέπονται σε πεδίο μάχης. Στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιείται μαζική διαδήλωση που καίει για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες τα Α.Τ. Λευκού Πύργου και Άνω Πόλης. Το σύνθημα “Δεν είπαμε ακόμα την τελευταία λέξη… Αυτές οι νύχτες είναι του Αλέξη” δονεί ολόκληρη την περιοχή. Τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου, η εξέγερση γενικεύεται. Μαθητές και μαθήτριες σε όλη την Ελλάδα πραγματοποιούν διαδηλώσεις, καταλαμβάνουν τα σχολεία τους και επιτίθενται σε τουλάχιστον 20 Α.Τ. Το βράδυ, πραγματοποιούνται μεγαλειώδεις διαδηλώσεις σε διάφορες πόλεις, όπου πολλές χιλιάδες συγκρούονται μέχρι το πρωί με την αστυνομία, ενώ καταστρέφονται τράπεζες και πολυτελή καταστήματα».
Συνεχίζουμε από την ίδια μπροσούρα: «Περιγράφοντας τον Δεκέμβρη, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε πιο συγκεκριμένα: Την επίθεση με μολότοφ στα δικαστήρια της Ευελπίδων κατά τη διάρκεια της μεταφοράς των δολοφόνων. Τις συγκρούσεις που ξέσπασαν στη Νέα Σμύρνη μετά την κηδεία του Αλέξη και τους πυροβολισμούς (στον αέρα) των Ζητάδων, ακριβώς απέναντι από τους εξεγερμένους. [..] Την παραίτηση των υπουργών Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, που δεν έγιναν δεκτές από τον Πρωθυπουργό. […] Τα 700 σχολεία και τις 200 πανεπιστημιακές σχολές σε όλη τη χώρα που βρίσκονταν υπό κατάληψη τη δεύτερη εβδομάδα της εξέγερσης. Τους μετανάστες δεύτερης γενιάς που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων. Την επίθεση περισσότερων από 100 συντρόφων στην έδρα της ΥΜΕΤ στην Καισαριανή. Τους πυροβολισμούς ενάντια στα ΜΑΤ έξω από το στρατόπεδό τους στο Γουδή και τα Εξάρχεια από τον “Επαναστατικό Αγώνα”.»
Από τη δεύτερη μπροσούρα, που γράφτηκε λίγες εβδομάδες μετά την εξέγερση, διαβάζουμε: «Τον Δεκέμβρη, […] χιλιάδες σήκωσαν με τα χέρια τους τις πέτρες και τις μολότωφ, χιλιάδες μετέδωσαν με τις κραυγές τους την οργή και το κάλεσμα του ξεσηκωμού. Ακόμα περισσότεροι αυτοί και αυτές που, αντικρίζοντας κάτι δικό τους στην εξέγερση, την υποδέχθηκαν στις καρδιές τους, την επιδοκίμασαν και τη στήριξαν. Τα γεγονότα κατέπληξαν και τους πιο αισιόδοξους και καλούν σε ένα πρώτο προφανές αλλά βασικό συμπέρασμα, στην ανάγκη εμβάθυνσης της ματιάς με την οποια αντιμετωπίζεται η κοινωνική πραγματικότητα, στην ανάγκη κατανόησής της μέσα από την πολυπλοκότητα των αντιφάσεών της. Κάθε προηγούμενη μονοσήμαντη ανάγνωσή της διαψεύστηκε. Η δυνατότητα μια γενικευμένης εξέγερσης αποδείχθηκε περίτρανα υπαρκτή, καθιστώντας την ισχύ της αφομοίωσης, του ελέγχου και της καταστολής μετριότερη της εικόνας της. Το ίδιο κινδυνεύει να διαψευσθεί και κάθε μονοσήμαντη εξύμνηση της εξέγερσης. Η κανονικότητα δεν εξαφανίστηκε, προς το παρόν, απλά διαταράχθηκε.
Αυτό που κυοφόρησε την εξέγερση χρειάζεται να αναζητηθεί σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Οπωσδήποτε στις αντιφάσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης των τελευταίων 30 χρονών, στην αύξηση των αποκλεισμένων, των περιθωριοποιημένων, των φτωχών, στην καταπίεση της συνεχούς επιτήρησης και της αναβαθμισμένης καταστολής, στην εντατικοποίηση της υπόγειας βίας των καθημερινών επιταγών και καταναγκασμών, στη ζωή δίχως νόημα που επιβάλλει ο πολιτισμός του εμπορεύματος, ακόμα και εκεί -ή ειδικά εκεί- που ισχυρίζεται ότι επιτυγχάνει. Στην ιστορικότητα, επίσης, της κοινωνικής-ταξικής σύγκρουσης, όπου οι μνήμες -ίσως ακόμα και της εποχής του εμφυλίου- φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό συνεχίζουν να σημαδεύουν τα φαντασιακά και τους συσχετισμούς μέσα στο κοινωνικό σώμα, καθιστώντας ευάλωτες τις συνθήκες κοινωνικής ειρήνευσης και δημοκρατικής ομαλότητας. Τέλος, στη σημασία της δράσης του πολιτικού και κοινωνικού χώρου των αναρχικών και των αντιεξουσιαστών, που για τρεις δεκαετίες με συνέχεια και σχετική συνεκτικότητα προωθεί τη ρήξη και τη σύγκρουση.
Σωστά έχει επισημανθεί ότι οι αναρχικοί και οι αντιεξουσιαστές λειτούργησαν ως πυροκροτητής της κοινωνικής έκρηξης, με τις μαζικές και πληθωρικές τους δράσεις από το πρώτο βράδυ της δολοφονίας […]. Τα δοχεία αποδείχτηκαν συγκοινωνούντα. Αποδείχτηκε ότι αυτό, το διαρκώς ογκούμενο την τελευταία δεκαετία, ανατρεπτικό ρεύμα είναι δείκτης μιας γενικότερης αμφισβήτησης που συσσωρεύεται στους “από κάτω” στον αντίποδα των επιλογών και των αδιεξόδων του καθεστώτος. Τις επόμενες μέρες, πολύ περισσότεροι κατέβηκαν στους δρόμους, κυρίως από τους χώρους της νεολαίας αλλά και μεγαλύτεροι. Μαθητές, χουλιγκάνοι, μετανάστες δεύτερης γενιάς, φοιτητές, φτωχότεροι μετανάστες, τσιγγάνοι, εργαζόμενοι, άνεργοι. Προσδιορισμοί που προσπαθούν να περιγράψουν τις φιγούρες των ανθρώπων που ενσάρκωσαν με την παρουσία τους στον δρόμο την εξέγερση, ενώ απόπειρες αλληλεγγύης έγιναν και από εγκλείστους στις φυλακές. Η εξέγερση είχε γενικευτεί ως προς τα υποκείμενα της αλλά και ως προς τις μορφές της, από τις επιθέσεις στην αστυνομία που κυριάρχησαν μέχρι τις λεηλασίες, τις απαλλοτριώσεις εμπορευμάτων.
Πολλοί σύντροφοι έβλεπαν μέσα στα γεγονότα πρακτικές και προτάγματα, για τα οποία χρόνια πάλευαν, να γίνονται οικειοποιήσιμα από πλήθη ανθρώπων. Κάπως αντίστροφα, θα μπορούσε ίσως ακριβέστερα να λεχθεί ότι η δράση, τελικά, των ανατρεπτικών κύκλων δεν συνιστά παρά το ιστορικό νήμα, τη ζωντανή μνήμη των μορφών αγώνα που κατά καιρούς έχουν επινοήσει οι “από κάτω” ενάντια στην καταδυνάστευση της ζωής τους. Και εκείνες τις μέρες φάνηκε ότι τίποτα δεν είχε λησμονηθεί, ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει. Με έναν τρόπο βρίσκονταν όλα εκεί, από τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις σε στόχους του κράτους και του κεφαλαίου μέχρι την απεργία πείνας στις φυλακές που μόλις είχε προηγηθεί και από τις αυξανόμενες, τον τελευταίο χρόνο, κινήσεις αντίστασης από μετανάστες μέχρι την εμπειρία των φοιτητικών συλλαλητηρίων των προηγούμενων χρόνων και τις πρακτικές αυτοπροστασίας που είχαν εμπεδωθεί απέναντι στα χημικά και τα ματ.
Για να γίνει κατανοητό το βάθος της εξέγερσης και η έκταση της απειλής για την εξουσία, χρειάζεται να συνεκτιμηθεί το ευρύτατο έρεισμά της. Η σύμπνοια που εκδηλώθηκε διάχυτα μέσα στο κοινωνικό σώμα και που με διάφορους τρόπους ήταν διαρκώς παρούσα, στους οδηγούς που μπορεί να επευφημούσαν “κάψτε τα όλα” μπροστά σε κάποια επίθεση κουκουλοφόρων, στους γείτονες που μπορεί να συντρόφευαν γύρω από τη φωτιά την περιφρούρηση κάποιας κατάληψης, στις πρόθυμες συνεισφορές ενός κουτιού με σοκολάτες η ενός μπιτονιού βενζίνη στους εξεγερμένους, στο ενδιαφέρον πολύ κόσμου να παίρνει τις προκηρύξεις, να διαβάζει τις αφίσες και την έκδηλη φιλική του διάθεση απέναντι σε αυτούς που τις κολλούσαν. Μια ποιητική της εξέγερσης, όπου ό,τι σχετιζόταν μαζί της μπορούσε εύκολα να θεωρείται οικείο και ό,τι την εχθρευόταν να ενοχοποιείται. Φαίνεται πως οι ανάγκες και οι επιθυμίες όλων αυτών που βρέθηκαν στους δρόμους επικοινωνούσαν με αυτές ακόμα περισσότερων που δεν ήταν άμεσα συμμέτοχοι. Μάλιστα, πολύ πέρα των συνόρων, όπως μαρτυρά το πλήθος των αλληλέγγυων δράσεων που εκδηλώθηκαν ανά τον πλανήτη.
Η εξέγερση μπόρεσε να εξαπλωθεί και να υπάρξει γενικευμένα επιθυμητή κυρίως μέσω του πεδίου των συναισθημάτων και των συγκινήσεων. Ήταν η ζωτικότητα της έκφρασης της οργής και του μίσους, η χαρά της ανάκαμψης της πληγωμένης αξιοπρέπειας, η τρέλα και η ποίηση της απειθαρχίας και του αισθήματος ελευθερίας. […] Ήταν η αίσθηση της εκπλήρωσης των απωθημένων που συσσωρεύουν οι “από κάτω” μέσα στις σχέσεις της εκμετάλλευσης και των πολλαπλών καταπιέσεων, της εκδίκησης που οφείλουν σε αυτούς που ρημάζουν τις ζωές τους. Από αυτό το πρίσμα, μπορεί να κατανοηθεί και ο σύνθετος και βαθύς κοινωνικός-ταξικός χαρακτήρας της εξέγερσης, ανεξάρτητα από το ζήτημα της μη εξάπλωσής της στους χώρους παραγωγής.
Αντιθέτως, η γλώσσα και η συνείδηση δεν διέφυγαν του ελέγχου σε αντίστοιχη έκταση. Κατά βαση η -καθημαγμένη από την εξουσία- γλώσσα παρέμεινε στη θέση της, οι κώδικές της δεν έφτασαν γενικευμένα να απομυστικοποιηθούν, οι έννοιές της να αμφισβητηθούν, οι λέξεις της να αλλάξουν. Την ίδια στιγμή που η διασάλευση της τάξης μπορούσε να προκαλεί ικανοποίηση, στο πεδίο της λογικής οι παραστάσεις της κανονικότητας συνέχιζαν να κατέχουν τη θέση του αυτονόητου της ύπαρξης. Και μπορεί αυτή η έλλειψη να μη στάθηκε ικανή να εμποδίσει το ξέσπασμα της εξέγερσης, αποτέλεσε όμως μάλλον φραγμό στην παραπέρα κλιμάκωσή της. Η αποδόμηση της γλώσσας της εξουσίας, ή αλλιώς η εξάπλωση μιας συνείδησης ανατροπής ως ολοκληρωμένης υπαρξιακής-πολιτικής επιλογής, παραμένει πάντα θεμελιώδης.
Κατά την κορύφωση της σύγκρουσης στους δρόμους και με τον μηχανισμό της καταστολής να βρίσκεται υπό κατάρρευση, σε κάποιες πόλεις της περιφέρειας δοκιμάστηκαν κινήσεις συγκρότησης ενός αντιδραστικού πλήθους από ακροδεξιούς, ασφαλίτες και κάθε λογής τραμπούκους προς αποκατάσταση της τάξης. Ήταν στιγμές που πρόσφεραν μια αδρή εικόνα του άγνωστου τοπίου της ενδεχόμενης κλιμάκωσης της σύγκρουσης, όπου τα περιθώρια ουδετερότητας θα εκμηδενίζονταν, οι αντιμαχόμενοι πόλοι θα γίνονταν απόλυτα ευκρινείς και η σύγκρουση θα κατέληγε ολοκληρωτική, εμφυλιοπολεμική ανάμεσα στο καθεστώς και όσους, με τον όποιο τρόπο, θα το υπερασπίζονταν και σε εκείνους που θα γνώριζαν ότι ζουν πια για να τ’ αλλάξουν όλα. Όμως και οι πόλοι δεν είναι εκ των προτέρων παγιωμένοι και έτσι γίνεται κρίσιμη η διεκδίκηση του ευνοϊκότερου δυνατού συσχετισμού, η όσο πιο διευρυμένη συσπείρωση του πόλου της εξεγέρσης και παράλληλα η παρεμπόδιση της συγκρότησης της αντίδρασης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η οργάνωση της αντιβίας δεν καθίσταται μόνο όλο και πιο αναγκαία αλλά και ότι οι στοχεύσεις της χρειάζεται να είναι αυξημένα επιλεκτικές, ευρύτερα κατανοητές. Σημαίνει, επίσης, την αναζήτηση εκείνης της πολλαπλότητας των μορφών και των περιεχομένων, που επιτρέπει το άπλωμα της εξέγερσης σε όλο και περισσότερους χώρους και χρόνους της καθημερινότητας.
Οι μπάτσοι και τα χημικά τους εξάντλησαν και το μένος τους ξεσπούσαν κάθε φορά που είχαν την ευκαιρία. Οι δικαστές έστειλαν δεκάδες ανθρώπους στις φυλακές από τους εκατοντάδες συλληφθέντες και σε κάποιες περιπτώσεις, εντελώς δυσανάλογα, άσκησαν διώξεις με τις επιβαρυντικές διατάξεις του τρομονόμου. Τα κόμματα και τα μμε προέταξαν τη συνήθη τους τακτική των διαχωρισμών, “κατανοητή η οργή της νεολαίας, αλλά οι κουκουλοφόροι δεν έχουν καμία θέση ανάμεσα τους” ή “εντάξει ίσως οι συγκρούσεις με την αστυνομία, αλλά τα πλιάτσικα δεν έχουν κανένα λόγο να συμβαίνουν”. Παρ’ όλα αυτα, η καταστολή αντίκρισε τα όριά της, αφενός υπό την έννοια του επιχειρησιακού κορεσμού των μπάτσων, που για μέρες δεν μπορούσαν να περιφρουρήσουν καλά-καλά τους εαυτούς τους κλεισμένοι στα τμήματά τους, αφετέρου της πολιτικής μειονεξίας και διστακτικότητας που επέβαλλε η πλατιά κοινωνική απονομιμοποίηση της αστυνομικής βίας. Χρειάστηκε ένας μήνας μέχρι ο κυβερνητικός ανασχηματισμός μετά τις γιορτές να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας προσπάθειας ανασυγκρότησης της κατασταλτικής πυγμής. Η αστυνομία επαναφέρει λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικά την επιθετική της διάταξη και προμηθεύεται νέα μέσα καταστολής των ταραχών, ενώ οι μηχανισμοί της προπαγάνδας ανασύρουν τη δοκιμασμένη συνταγή της “αύξησης της εγκληματικότητας” και της “ανασφάλειας του πολίτη”, για την επανάκτηση των απωλειών της κοινωνικής συναίνεσης. Όμως η επαναφορά της “μηδενικής ανοχής” δεν είναι ζήτημα διακήρυξης, αλλά μία διαδικασία διαρκής και αβέβαιη, υποχρεωμένη να ακροβατεί στο δίλημμα πώς να επιδειχθεί πυγμή στα πιο επικίνδυνα ή απομονωμένα υποκείμενα, χωρίς ταυτόχρονα να διακινδυνεύεται η αναθέρμανση μιας ευρύτερης πόλωσης ενάντιά της.
Οι μεγάλες συγκρούσεις του Δεκέμβρη μπορεί να βρίσκονται ήδη πίσω, αλλά συνεχίζουν με την ηχώ τους να συνοδεύουν τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Τίποτα πια δεν είναι ίδιο κι αυτό φαίνεται με διάφορους τρόπους, στις λαϊκές συνελεύσεις και τις ολιγοήμερες ή πιο μόνιμες καταλήψεις δημοτικών κτιρίων, εργατικών κέντρων ή καλλιτεχνικών χωρών, που δεν έχουν πάψει να πραγματοποιούνται στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας και σε άλλες πόλεις, στην έκταση των κινητοποιήσεων για την επίθεση με βιτριόλι στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, στις συγκεντρώσεις το βράδυ της Πρωτοχρονιάς έξω από τις φυλακές, στις αντιδράσεις για την κοπή των δέντρων του πάρκου των οδών Κύπρου και Πατησίων, στα μεγέθη των διαδηλώσεων αλληλεγγύης στους κρατούμενους της εξέγερσης στη Λάρισα και την Αθήνα. Η υπάρχουσα αυτή δυναμική χρειάζεται να εκτιμηθεί μέσα στο πλαίσιο της περιόδου αστάθειας που έχει ανοίξει για το καθεστώς με την κρίση που διαπερνά τους βασικούς του πυλώνες, τη βαθιά ύφεση στην οικονομία, τη συσσωρευμένη απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών, την αβέβαιη αποτελεσματικότητα των μηχανισμών της ασφάλειας, καθώς και την επαγόμενη ιδεολογική χρεοκοπία του και την αδυναμία του να προτάξει κοινωνικά την οποιαδήποτε υπόσχεση. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη ήταν μία πρώτη γεύση από αυτό που μπορεί να έρθει.»
***
Κάθε καταγραφή της ιστορίας, της πολιτικής ιστορίας, της ιστορίας των κινημάτων και του κοινωνικού και ταξικού πολέμου, είναι πάντα ένα έργο δύσκολο. Η Ιστορία αυτή δεν είναι ποτέ μία. Είναι πολλές. Όσες και οι οπτικές γωνίες αυτών που την έζησαν και τη δημιούργησαν. Ιδιαίτερα όταν αυτή η καταγραφή καταπιάνεται με περιόδους και γεγονότα τόσο έντονα και συγκινησιακά φορτισμένα, κάθε άνθρωπος, κάθε ομάδα, κάθε παρέα έχει, ίσως, να προσφέρει μια ψηφίδα στον σχηματισμό αυτής της καταγραφής. Ως μια τέτοια ψηφίδα αντιλαμβανόμαστε και τη δική μας προσπάθεια. Η καταγραφή της συλλογικής μας ιστορίας και κυρίως η εμβάθυνση σε αυτή δεν μπορεί παρά να είναι έργο συλλογικό και σε αυτό εγγράφεται και η φετινή ατζέντα του Ταμείου Αλληλεγγύης. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στις συντρόφισσες και στους συντρόφους, τους φίλους και τις φίλες, που μας βοήθησαν με κάθε τρόπο, συζητώντας μαζί μας, γράφοντας, αναζητώντας και προσφέροντας αρχεία, θυμίζοντάς μας πράγματα που θα ξεχνάγαμε, υπογραμμίζοντας άλλα που θα υποτιμούσαμε.