Μια “συζήτηση” με τον εκδοτικό οίκο Pensamiento y Batalla, από τη Χιλή.

Το κείμενο αυτό θα δημοσιευτεί μαζί με άλλες συνεντεύξεις από ελληνικές ριζοσπαστικές ομάδες σε ένα βιβλίο για το ελληνικό ριζοσπαστικό κίνημα. Το βιβλίο αναμένεται να δημοσιευτεί στη Χιλή, το 2024, από τον εκδοτικό οίκο Pensamiento y Batalla .

Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας είναι γεμάτη από ταραχώδεις περιόδους, περιόδους κρίσεων, πολέμων, εμφυλίων και μη, πραξικοπημάτων. Μέσα σε αυτήν την ιστορία, δημιουργήθηκε και η μακρά παράδοση των πολιτικών κρατουμένων στη σύγχρονη ιστορια του ελληνικού κράτους.

Μεταπολεμικά – και κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε τη γερμανική κατοχή- η ήττα των δυνάμεων της κομμουνιστικής κυρίως αριστεράς και η αντίστοιχη επικράτηση της Δεξιάς και του Κέντρου , γέμισε τις φυλακές, στη ενδοχώρα αλλά και σε απομακρυσμένα άγονα νησιά, με χιλιάδες, κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους. Ο κεντρικός φορέας του τότε κινήματος, το (παράνομο τότε) κομμουνιστικό κόμμα της Ελλάδας, ήταν και ο φορέας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επιχειρούσε να στηρίξει την κοινότητα των πολιτικών κρατουμένων. Με το τέλος και της στρατιωτικής δικτατορίας (1967•1973), κατά την οποία και πάλι οι φυλακές γέμισαν με πολιτικούς κρατούμενους από τον χώρο της Αριστεράς, στην Ελλάδα αρχίζει και οικοδομείται η κατ´ ευφημισμόν «πρώτη ελληνική δημοκρατία». Οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώνονται, το ΚΚΕ νομιμοποιείται και η πολιτική δράση αρχίζει να διεξάγεται σε ένα περιβάλλον λιγότερο αυταρχικό και περισσότερο ανεκτικό. Παρολαυτα, η συντηρητική δεξιά κυβέρνηση που διαδέχεται τη δικτατορία από τη μια και τα ολοένα και πιο ορμητικά κινήματα όλων των ειδών από την άλλη, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα. Οι πολύμορφοι αγώνες εκείνης της περιόδου, απαντήθηκαν με ισχυρή καταστολή, και στις φυλακές άρχισαν και πάλι να οδηγούνται πολιτικοί κρατούμενοι.

Τότε, περί τα τέλη της δεκαετίας του 70, κομμάτια του αντιεξουσιαστικού χώρου και της άκρας Αριστεράς, έφτιαξαν τις πρώτες ομάδες και δομές αλληλεγγύης στους κρατούμενους, επιχειρώντας να σπάσουν και τα στεγανά μεταξύ πολιτικών και αγωνιστών ποινικών κρατουμένων, θέτοντας ευρύτερα θέματα «σοφρωνισμου» και εναντίωσης στον θεσμό της φυλακης. Σε αυτές τις κινήσεις, εκείνης της εποχης, εντοπίζεται η μήτρα της μεταδικτατορικής ιστορίας του κινήματος αλληλεγγύης στους φυλακισμένους αγωνιστές. Της παράδοσης που με διάφορους τρόπους συνεχίζεται έως και σήμερα και μέρος της οποίας είναι και το Ταμείο Αλληλεγγύης. Εδώ δεν είναι ο χώρος όπου μπορεί να γίνει μια λεπτομερής καταγραφή ( που πάντως υπάρχει και μπορεί ως πηγή να αναζητηθεί) των διεργασιών και των αποτελεσμάτων της δράσης των ανθρώπων εκείνων, όμως ενδεικτικά αξίζει να αναφέρουμε το περιοδικό «της φυλακης» που εκδίδεται την περίοδο 1979/1980 και αποτελεί την πρώτη σταθερη δομή αλληλεγγύης, ως «φωνή» των κρατουμένων προς τον έξω κόσμο. Οι δεκαετίες του 80 και του 90 περνούν με τους ίδιους ανθρώπους ως πυρήνα ενός πλέον πολύ ευρύτερου κινηματικού κύκλου, προερχόμενου από τον αντεξουσιαστικό χώρο και την Αριστερά, να θέτουν τα ζητήματα των φυλακών και των πολιτικών κρατουμένων, με κινητοποιήσεις, προπαγάνδα αλλά και δημιουργία δομών, συνελεύσεων, δικτύων, επιτροπών κλπ που ασχολούνταν συστηματικά με τα ζητήματα αυτά.

Η δεκαετία του 2000, φέρνει – μέσα από συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές διεργασίες- στο πολιτικό προσκήνιο, πιο έντονα από ποτέ, τον αντιεξουσιαστικό/αναρχικό χώρο. Σημείο καμπής για τη σχέση του αναρχικου χώρου, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, με τα ζητήματα των πολιτικών κρατουμένων και της αλληλεγγύης σε αυτούς, αποτελεί η περίοδος των συλλήψεων της επαναστατικής ένοπλης οργάνωσης 17Ν, το καλοκαίρι του 2001. Σε μια συνθήκη όπου το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς αποφευγει την εμπλοκή του, τα περισσότερα κομμάτια του αναρχικου χώρου μπαίνουν μπροστά- παρά τις πολιτικές αποστάσεις τους από την λενινιστική αριστερά στην οποια εν πολλοίς ανήκε η 17Ν – κατεβαίνει στο δρόμο και αντιπαρατίθεται πολιτικά και υλικα με την κρατική καταστολή και τον ιδεολογικό πόλεμο κατά της ένοπλης πάλης. Φτιάχνονται συνελεύσεις αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα όλο και περισσότεροι αναρχικοί καταλήγουν για διάφορους λόγους διωκόμενοι ή και κρατούμενοι. Η κινηματική αντιβία εντείνεται σε μεγάλο βαθμό τα αμέσως επόμενα χρόνια και η καταστολή στοχεύει με ιδιαίτερη ένταση τους αναρχικούς. Δημιουργούνται και άλλες συνελεύσεις αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, εκδίδονται και έντυπα, δημιουργούνται ακόμα και ραδιόφωνα, που τους δίνουν τον λόγο. Ακολουθεί η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Από τότε και για αρκετά χρόνια μετά, στις φυλακες ολης της χωρας καταλήγουν πολλοί αναρχικοί κρατούμενοι. Κάπου εκεί, το 2010, δημιουργείται και το ταμείο αλληλεγγύης.

Σήμερα, το κομμάτι της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους εξακολουθεί να είναι ένα από τα βασικά πεδία δράσης του αντεξουσιαστικού χώρου. Πολλές συνελεύσεις δημιουργούνται για να υποστηρίξουν τις διάφορες πολιτικές διώξεις- «υποθεσεις» που προκύπτουν, άλλες δημιουργούνται με αφορμή μια απεργία πεινας ή έναν ξεχωριστό αγώνα μέσα στις φυλακες, ενώ υπάρχουν και σταθερές ανοιχτές συνελεύσεις αλληλεγγύης στους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές. Αυτό που διαφοροποιεί το ταμείο από όλες τις άλλες συνελεύσεις είναι κυρίως το στοιχείο της σταθερής μηνιαίας οικονομικής στηριξης των αγωνιστών που βρίσκονται εντός των τειχών. Κατά τα αλλα, το ταμείο είναι και αυτό ένα κομμάτι του ευρύτερου μωσαϊκού του κινήματος αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους και εναντίωσης στον θεσμό της φυλακής που είναι πλέον βαθιά ριζωμένο στην πολιτική παράδοση του ελλαδικού χώρου.

Το Ταμείο Αλληλεγγύης ιδρύθηκε το 2010 σε μια συνθήκη, όπου από τη μία πλευρά πραγματοποιήθηκε μια σκληρή καπιταλιστική αναδιάρθρωση με το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης και από την άλλη πλευρά το ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας, έχοντας πολύ πρόσφατες μνήμες από την εμπειρία της κοινωνικής εξέγερσης του Δεκέμβρη του ’08, βρισκόταν σε έξαρση δραστηριοτήτων, εκφράζοντας τη γνήσια και αυθόρμητη κοινωνική οργή. Υπό αυτές τις δεδομένες συνθήκες, η συστημική αναδιάρθρωση επέφερε την αναβάθμιση της καταστολής και την (περαιτέρω) νομοθετική προστασία των προνομιούχων, ενώ η δραστηριότητα όλων των αγωνιζόμενων τμημάτων της κοινωνίας παρήγαγε μια πολλαπλή επιθετικότητα. Από τη σθεναρή εργατική αλληλεγγύη, τις μαζικές συγκρούσεις, τις καταλήψεις κτιρίων και δημόσιων χώρων, τις συλλογικές άμεσες δράσεις, μέχρι τις ένοπλες επαναστατικές ενέργειες. Είναι γεγονός ότι υπήρξε μια αναβάθμιση της εγχώριας επαναστατικής δράσης, από μαχητικά κομμάτια του κινήματος και μετρώντας μέχρι και δεκαετίες δράσης και εκατοντάδες επιθέσεις ενάντια στην αστυνομία, το κράτος και το κεφάλαιο από επαναστατικές οργανώσεις όπως η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς. η Επαναστατική Πάλη και η 17 Νοέμβρη, καθώς και από πολυάριθμες επιθέσεις που ανέλαβαν μεμονωμένες ομάδες με διαφορετική κάθε φορά υπογραφή.

Μπροστά σε όλα αυτά και εξαιτίας τους, το κράτος θωρακίζεται και σκληραίνει τη στάση του με νέα νομοθεσία που, μεταξύ άλλων, αυστηροποιεί τις ποινές για αδικήματα που σχετίζονται με την επαναστατική δράση, πάντα σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και κατευθύνσεις. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν αναπόφευκτα στο να προκύψει το ζήτημα των δεκάδων πολιτικών κρατουμένων. Λόγω της αναβάθμισης των “αντιτρομοκρατικών” νόμων και των μηχανισμών του δικαστικού-κατασταλτικού συμπλέγματος, αλλά και λόγω της κλιμάκωσης της ίδιας της επαναστατικής δράσης, οι πολιτικοί αυτοί κρατούμενοι αντιμετώπιζαν πλέον αυστηρές ή/και μακροχρόνιες ποινές. Αυτό δημιούργησε μια πρωτόγνωρη κατάσταση για την πλειοψηφία του ριζοσπαστικού τμήματος της κοινωνίας μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας (1974). Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης φάνηκαν να είναι η σοβαρότητα και η διάρκειά της. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ιδρύθηκε το Ταμείο Αλληλεγγύης, θέτοντας ως αρχικό του στόχο τη συνεπή και διαρκή υποστήριξη όσων διώκονται ή φυλακίζονται για την ανατρεπτική τους δράση και τη συμμετοχή τους στους κοινωνικούς αγώνες.

Το ταμείο αλληλεγγύης είναι, πράγματι, μια πανελλαδική δομή. Μέσα στα 13 χρόνια της λειτουργίας του έχουν ενταχθεί σε αυτό, άλλες για μεγαλύτερο και άλλες για μικρότερο χρονικό διάστημα, κι άλλες πόλεις πλην της Αθήνας, όπου και πρωτοδημιουργήθηκε. Γενικά, στρατηγική και επιθυμία της δομής του Ταμειου είναι η δημιουργία συνελεύσεων σε όσο το δυνατόν περισσότερες πόλεις της χωρας ώστε η δομή να έχει φυσική παρουσία και γείωση σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της επικράτειας. Σήμερα, το ταμείο αποτελείται από δυο συνελεύσεις, δυο διαφορετικών πόλεων, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Η δομή λειτουργεί μέσω τακτικών, δημόσια καλεσμένων ανοιχτών συνελεύσεων, είναι δηλαδή μια ανοιχτή σε όλους και όλες δομή και όχι μια κλειστή πολιτική ομάδα. Ο τρόπος οργάνωσης, λειτουργίας και συντονισμού των δυο -αυτή τη στιγμή- διαφορετικών συνελεύσεων της δομής, βασίζεται καταρχήν σε κάποιες πολύ βασικές πολιτικές συμφωνίες, που είναι αποτυπωμένες και σε ένα καταστατικό κείμενο, αλλά κυρίως σε πανελλαδικές συνελεύσεις που διεξάγονται ανα τακτά χρονικά διαστήματα. Στις συνελεύσεις αυτές, που διεξάγονται εναλλάξ σε αθηνα και Θεσσαλονίκη, επικαιροποιούνται οι συμφωνίες, τίθενται, συζητιούνται και -συνήθως- λύνονται οι διαφωνίες και τα όποια προβλήματα οργάνωσης, επικοινωνίας και συντονισμού με όρους οριζοντιοτητας και ισοτιμίας. Εκει, στις πανελλαδικές συνελεύσεις, σχεδιάζονται και τα βασικά πλάνα της δομής σχετικά με την οργάνωση δρασεων που θα αποφέρουν κάθε χρόνο τα μεγάλα ποσά που απαιτούνται για την αδιάλειπτη υλική στήριξη των πολιτικών κρατουμένων με ένα σταθερό ποσό κάθε μήνα αλλά και που θα ενδυναμώσουν το κομμάτι της πολιτικής στήριξής τους. Με βάση αυτούς τους βασικούς σχεδιασμούς, η κάθε συνέλευση, εν πολλοίς αυτόνομα, υλοποιεί τις δικές της δράσεις. Προφανώς, μεταξύ των πανελλαδικών συνελεύσεων, η επικοινωνία είναι διαρκής και άμεση όταν χρειάζεται, με όλα τα πρόσφορα μέσα επικοινωνίας .

Οι δράσεις της δομής, αυτές που αποφέρουν τα απαραίτητα «έσοδα», περαν των αμιγώς πολιτικών μορφών παρέμβασης μέσω κειμένων, παρουσίας σε δικαστήρια, πορείες και συγκεντρώσεις, κυρίως αφορούν εκδόσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, παζάρια βιβλίων, συναυλίες κλπ. Αυτές οι δράσεις οργανώνονται αυτόνομα από την κάθε συνέλευση και τα χρήματα καταλήγουν στο κοινό μας ταμείο. Ένα σημαντικό πάντως μέρος της υλικής στηριξης της δομής και κατ επέκταση των πολιτικών κρατουμένων προέρχεται από απευθείας συνεισφορές ατόμων και συλλογικοτήτων από ολόκληρη την Ελλάδα και πολλές χώρες του εξωτερικού. Οι ομάδες και οι άνθρωποι αυτοί επικοινωνούν, είτε δια ζώσης είτε μέσω αλληλογραφίας, με τη δομή και την ενισχύουν υλικά σε πολύ σημαντικό βαθμό. Αξίζει να αναφερθούμε στη συγκυρία της πανδημίας και των σχετιζόμενων με αυτήν περιορισμών, κατά τη διάρκεια της οποίας το Ταμείο αλληλεγγύης αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε δραση ή εκδήλωση που θα του απέφερε χρήματα. Σε αυτή τη συγκυρία ήταν ο κόσμος του κινήματος που αδιαμεσολάβητα και με ιδιαίτερη ζέση κράτησε το ταμείο σε λειτουργεια, τουλάχιστον όσον αφορά το κομμάτι της υλικής στηριξης των φυλακισμενων συντρόφων και συντροφισσών.

Για αρχή είναι σημαντικό να καταλάβετε ότι η Ελλάδα είναι ένα σχετικά νεοσύστατο εθνικό κράτος που μετράει διακόσια χρόνια ζωής και που προέκυψε από την παρακμή και την αποσταθεροποίηση της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την επέμβαση των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων της εποχής. Στην ταραχώδη ιστορία αυτών των διακοσίων περίπου χρόνων υπήρξε μια δεκαετία σφοδρής εσωτερικής αναταραχής ανάμεσα στις δυνάμεις του κομμουνιστικού κόμματος και τις δυνάμεις της αντίδρασης. Από την απελευθέρωση της ελληνικής επικράτειας από τους ναζί και έπειτα (1945) διαμορφώθηκε ένα απίστευτης έντασης καθεστώς εξαίρεσης ενάντια κυρίως στους κομμουνιστές αλλά και σε οτιδήποτε μη «εθνικό» με όλη την αυθαιρεσία που μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Εκτελέσεις, εξορίες, φυλακές, βασανιστήρια, πιστοποίηση κοινωνικών φρονημάτων, κοινωνικός αποκλεισμός ήταν η βεντάλια του καθεστώτος εξαίρεσης για περίπου τριάντα χρόνια, μέχρι δηλαδή και το πέρασμα από την εφτάχρονη δικτατορία (1967-1974) στην κοινοβουλευτική δημοκρατία που διαρκεί ως σήμερα.

Από τότε μέχρι τώρα η αντιστασιακή επαναστατική δράση δεν κόπασε ποτέ. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της πολιτικής μετάβασης, εκφράστηκαν επαναστατικές δυναμικές από σχήματα και οργανώσεις που δεν αποδέχθηκαν το ειρηνικό πέρασμα στη «δημοκρατία» και την ειρηνική συνύπαρξη με τους επί δεκαετίες δήμιους και βασανιστές χιλιάδων αγωνιστών/τριών. Το καθεστώς απάντησε ενεργοποιώντας όλους τους μηχανισμούς δυσφήμησης εναντίον τους αλλά και θωρακίζοντας νομικά τον εαυτό του με τους λεγόμενους τρομονόμους.

Για να μη σας κουράσουμε με πολλές πληροφορίες υπήρξαν πολλές διαδοχικές τροποποιήσεις της συγκεκριμένης νομοθεσίας και πολλές προσπάθειες να γενικευτεί η εφαρμογή της. Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της περιόδου αυτής είναι οι διώξεις αγωνιστών μετά την ένοπλη συμπλοκή στο Ρέντη τον Οκτώβρη του 1977 στην οποία έχασε τη ζωή του ο αντάρτης πόλης Χρήστος Κασίμης, το Μάιο του 1985 μετά την ένοπλη συμπλοκή στο Γκύζι στην οποία έχασε τη ζωή του ο αντάρτης πόλης Χρήστος Τσουτσουβής και το 1987 μετά την ειδική αντιτρομοκρατική επιχείρηση στην Κολογρέζα στην οποία έχασε τη ζωή του ο αντάρτης Μιχάλης Πρέκας.

Το αποκορύφωμα όμως της πρακτικής επιβολής της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στην Ελλάδα υπήρξε κυρίως την εικοσαετία 2002-2022, μια περίοδος που το κράτος κατάφερε να χτυπήσει πολλές ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις και να δημιουργήσει μια τεράστια βιομηχανία διώξεων και πολύχρονων φυλακίσεων δεκάδων ανθρώπων, γνωστών, φίλων ακόμα και συγγενών τους. Εκεί φάνηκε περίτρανα πόσο πολύ επικίνδυνη είναι στην πράξη μια τόσο αόριστη νομοθεσία με την οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να διωχθεί οποισδήποτε.

Μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες αυτής της εικοσαετίας, ένα πρόσωπο που βιώνει ακόμα το καθεστώς εξαίρεσης της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας εις βάρος του είναι ο κομμουνιστής αντάρτης πόλης Δημήτρης Κουφοντίνας που έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής του στην οργάνωση 17 Νοέμβρη.

Η τελευταία επικαιροποίηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στο σύνολο της έγινε με την αναθεώρηση του ποινικού κώδικα του 2019 από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο βασικός ορισμός της τρομοκρατίας στο ελληνικό δίκαιο σχετίζεται άμεσα με την αφηρημένη έννοια «διακινδύνευσης» και συγκεκριμένα της «διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης υπό συνθήκες ή με τέτοιον τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού».

Όλα τα αδικήματα του ποινικού κώδικα αν ασκούνται στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας φέρουν πολύ βαρύτερες ποινές ενώ με την αναθεώρηση του 2019 για τρομοκρατία μπορεί να διωχθεί όποιος/α υποκινεί σε τρομοκρατικές πράξεις, εκπαιδεύει άλλους ή παρέχει οποιαδήποτε τεχνογνωσία σχετική, όποιος/α με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί, παρακινεί, ή απλά πραγματοποιεί κάποιο ταξίδι με σκοπό να εκπαιδευτεί στην τρομοκρατία ότι κι αν σημαίνει αυτό. Όπως φαντάζεστε όλα είναι σκοπίμως αόριστα, σκοπίμως αφηρημένα και σκοπίμως ευέλικτα ώστε να μπορεί να ανοιγοκλείνει η βεντάλια του αντιτρομοκρατικού όπως επιθυμούν οι διωκτικοί μηχανισμοί.

Τέλος να σημειώσουμε ότι οι πρόσφατες αναθεωρήσεις ποινικού και σωφρονιστικού κώδικα δυσχεραίνουν και την έκτιση των επιβαλλόμενων ποινών στα πλαίσια του αντιτρομοκρατικού νόμου ως προς τις άδειες, τον ευεργετικό υπολογισμό ποινής και την πρόωρη υπό όρους αποφυλάκιση.

Τώρα ανοίγεται μια τεράστια συζήτηση η οποία δεν έχει γίνει διεξοδικά και αναλυτικά ούτε εντός της δικής μας διαδικασίας. Πρόκειται σίγουρα για ένα πολυπαραγοντικό ιστορικό ζήτημα. Μπορούμε όμως να αναφέρουμε γεγονότα. Τα γεγονότα είναι ότι η αριστερής κρατική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ:

  • συνέχιζε να εφαρμόζει την αντιτρομοκρατική νομοθεσία (ενώ σαν αντιπολίτευση την κατήγγειλε
  • συνέχιζε να εφαρμόζει έστω και ελαστικότερα καθεστώς εξαίρεσης εναντίον πολιτικών κρατουμένων, ιδίως αυτών που υπερασπίζονταν την συμμετοχή τους στο αντάρτικο
  • χρειάστηκε μια μαζική πολυήμερη απεργία πείνας πολιτικών κρατουμένων για την κατάργηση των ειδικών φυλακών τύπου Γ
  • υπέκυψε στις πιέσεις της αμερικάνικης πρεσβείας για την στέρηση αδειών στον πολιτικό κρατούμενο και μέλος της 17Ν Δημήτρη Κουφοντίνα που χρειάστηκε να κάνει δύο απεργίες πείνας για το ίδιο θέμα
  • κατέστειλε κινητοποιήσεις αλληλεγγύης σε πολιτικούς κρατούμενους απεργούς πείνας με πιο χαρακτηριστική την εκκένωση κατάληψης το 2015 και τη σύλληψη συντρόφων/σσων και το χτύπημα συγκέντρωσης αλληλεγγύης στο υπουργείο Δικαιοσύνης το 2018 για τους εξεγερμένους στις φυλακές Κορυδαλλού που διαμαρτύρονταν για τη βίαιη μεταγωγή απεργού πείνας.

Γενικότερα απέναντι στο σύνολο του επαναστατικού κινήματος συνολικά θα λέγαμε πως αρχικά τουλάχιστον επιλέχθηκε μια πιο ήπια κατασταλτική στρατηγική η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και κατευναστική, ωστόσο προοδευτικά η στάση αυτή άρχισε να μεταβάλλεται. Έτσι είχαμε δεκάδες εκκενώσεις καταλήψεων πολιτικών, στέγης ή φιλοξενίας μεταναστών ενώ σταδιακά άρχισαν να χτυπιούνται σκληρά αντι-μνημονιακές, αντι-πολεμικές και αντι-κρατικές διαδηλώσεις.

Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως τα πρώτα χρόνια υπήρξε μια τακτική κατευνασμού που άρχισε να σκληραίνει προοδευτικά φτάνοντας να κορυφώνεται σε επίπεδο έντασης τον τελευταίο χρόνο της θητείας της κυβέρνησης. Προφανώς αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός καθαραρόαιμου σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος που παρασιτούσε για χρόνια στα κινήματα αντλώντας από αυτά το πολιτικό κεφάλαιο ανέλιξης του σε κόμμα της κεντρικής πολιτικής σκηνής και μετέπειτα σε κυβέρνηση. Γεγονός είναι πως επίσης πως τα κινήματα της περιόδου έμειναν αδρανή, ακινητοποιημένα παρακολουθώντας αμήχανα την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα ήταν απομαζικοποιημένος δρόμος και αγώνες, μια διάχυτη αίσθηση ήττας και παραίτησης και μια εσωτερίκευση του δόγματος ότι δεν υφίσταται καμία άλλη εναλλκακτική πρόταση από την παθητική αποδοχή της κατάστασης.

Έχετε κάποια σύνδεση ή συμμετέχετε άμεσα στον αγώνακατά των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών ή/και προσφύγων που υπάρχουν στην Ελλάδα ;

Το Ταμείο Αλληλεγγύης δεν δραστηριοποιείται προς το παρόν στον αγώνα κατά των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αν και τα τελευταία χρόνια υπήρξαν πρωτοβουλίες, κυρίως μέσω εκδόσεων βιβλίων, στις οποίες το Ταμείο συμμετείχε και συγκέντρωσε χρήματα για αγώνες αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες.

Η δομή του ταμείου στηρίζει αγωνιζόμενους ανθρώπους που διώκονται και φυλακίζονται για τη συμμετοχή τους στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, για την ανατρεπτική τους δράση στο πλαίσιο του πολύπλευρου επαναστατικού αγώνα. Υποστηρίζει ακόμα συντρόφους που βρέθηκαν στη φυλακή κατηγορούμενοι για αδικήματα που προφανώς δεν σχετίζονται άμεσα με τους κοινωνικούς αγώνες, αλλά που η πολιτική τους ταυτότητα και η δράση τους τους τοποθετεί ξεκάθαρα στο ριζοσπαστικό περιβάλλον.

Το Ταμείο Αλληλεγγύης έχει ως αποστολή την παροχή οικονομικής,ηθικής και πολιτικής υποστήριξης σε περίπτωση ποινικής δίωξης που :

Μέλη του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού κινήματος διώκονται για την πολιτική τους ταυτότητα ή τη δράση τους στο πλαίσιο του ταξικού πολιτικού και κοινωνικού αγώνα.

Άνθρωποι που, χωρίς να είναι απαραίτητα ενεργά μέλη του ανταγωνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, διώκονται με την αιτία ή την αφορμή πολιτικών ή κοινωνικών αγώνων που έλαβαν χώρα και στους οποίους συμμετείχαν ή κατηγορούνται για συμμετοχή, εφόσον οι άνθρωποι αυτοί διέπονται από πολιτικές αντιλήψεις υπέρ της ταξικής πάλης, της κοινωνικής απελευθέρωσης, της χειραφέτησης, της ισότητας, της ελευθερίας, του αγώνα των από τα κάτω για τη ζωή τους.

Scroll to Top